- χαλβαδοποιία
- η, Ν1. η τέχνη και το επάγγελμα τού χαλβαδοποιού, η τέχνη τής παρασκευής χαλβά2. βιοτεχνία ή βιομηχανία που παρασκευάζει χαλβά και η αντίστοιχη εγκατάσταση.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλβαδοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 οτην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.